- αργεύω
- ἀργεύω [αργός II]νεοελλ.1. αργοπορώ2. επιβάλλω την ποινή της αργίας σε κληρικόαρχ.αργώ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άργεμα — (I) το (Α ἄργεμα) αρρώστια των ματιών, λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο]. (II) το [αργεύω] 1. η αργοπορία 2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek